- φραγκοκοτίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που προέρχεται από τη φραγκόκοτα (βλ. λ.), που είναι της φραγκόκοτας: Φραγκοκοτίσια αβγά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.